- ψυχεινόν
- ψῡχεινόν , ψυχεινόςcoolingmasc acc sgψῡχεινόν , ψυχεινόςcoolingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχεινός — ή, όν, ΜΑ αυτός που δροσίζει, δροσερός («ἧρ δὲ νότιον, ψυχεινόν», Ιπποκρ.). επίρρ... ψυχεινῶς Μ δροσιστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ψυχεσ νός(με αντέκταση) < ψῦχος + καταλ. νός (πρβλ. φαεινός)] … Dictionary of Greek